- εκκαθαρίζω
- και ξεκαθαρίζω (AM ἐκκαθαρίζω)νεοελλ.1. απαλλάσσω κάτι απ' ό,τι περιττό ή άχρηστο2. (για υπηρεσία, οργάνωση κ.λπ.) απαλλάσσω από όσους ανίκανους, περιττούς ή ανεπιθύμητους υπηρετούν3. (για υπόθεση) αποσαφηνίζω («το ζήτημα ξεκαθάρισε»)4. (για λογαριασμό) τακτοποιώ, βρίσκω το πιστωτικό ή χρεωστικό υπόλοιπο5. φρ. (ἐ)ξεκαθάρισεβγαίνει ασφαλές συμπέρασμα ότι... || αρχ.-μσν. εκκαθαίρω.
Dictionary of Greek. 2013.